- γόβα
- ηγυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γόβα — η (λ. βενετ.), είδος γυναικείου παπουτσιού: Φορούσε κοντή φούστα και ψηλοτάκουνες γόβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοβάκι — το 1. λεπτοφτιαγμένη γόβα 2. γόβα … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
γοβάκι — το μικρή γόβα: Ο πρίγκιπας φόρεσε το γοβάκι στο πόδι της Σταχτοπούτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)